- κηδεμών
- κηδεμών, όνος: one solicitous, near friend, mourner, only pl. (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κηδεμών — κηδεμών, όνος, ὁ (Α) βλ. κηδεμόνας … Dictionary of Greek
κηδεμών — one that has charge of masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόνα — κηδεμών one that has charge of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόνας — κηδεμών one that has charge of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόνες — κηδεμών one that has charge of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόνι — κηδεμών one that has charge of masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόνος — κηδεμών one that has charge of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόνων — κηδεμών one that has charge of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόσι — κηδεμών one that has charge of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόσιν — κηδεμών one that has charge of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόνας — ο, η (Α κηδεμών, όνος, ό) αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῡδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.) αρχ. (γενικά) 1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο… … Dictionary of Greek